κουβεντούλα
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
η
(υποκορ. του κουβέντα)
1. σύντομη συζήτηση ή ολιγόλογη φράση
ή λέξη με λίγες συλλαβές
2. (συν. ειρωνικά) απέραντη συζήτηση, κουβεντολόι, ψιλή κουβέντα.