κουνούπι
From LSJ
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
Greek Monolingual
το (Μ κουνούπιον)
ονομασία, κοινή σήμερα, εντόμων που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια culicidae, ο κώνωπας
νεοελλ.
φρ. α) «μάς έγινες κουνούπι» — κατάντησες ενοχλητικός
β) «σέ βλέπω σαν κουνούπι» — δεν σε υπολογίζω καθόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωνώπιον (υποκορ. του κώνωψ, -ωπος), με κώφωση του -ω- σε -ου-].