κουρδίζω

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Greek Monolingual

και κουρντίζω και κορδίζω και χορδίζωκορδίζω)
τεντώνω τις χορδές μουσικού οργάνου στον τόνο που χρειάζεται
νεοελλ.
1. συσπειρώνω με το κουρδιστήρι το ελατήριο ρολογιού ή άλλης μηχανικής συσκευής
1. πειράζω κάποιον και τον κάνω να θυμώσει, ερεθίζω κάποιον αστεϊζόμενος
3. φορώ κάτι επιδεικτικά, επιδεικνύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρδα ή κόρντα «χορδή» + -ίζω
οι τ. κουρδίζω / κουρντίζω προήλθαν με κώφωση].