κούρνια

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

η
1. τα καλάμια ή τα στενόμακρα ξύλα του ορνιθώνα, πάνω στα οποία κοιμούνται οι όρνιθες, η κοίτη
2. (για πρόσ.) κοιτώνας, κατάλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κούρνια προήλθε πιθ. από τον διαλεκτ. τ. κορογωνιά μέσω άλλων διαλεκτ. τ.: κορογωνιάγωνιά όπου άναβαν φωτιά, εστία») > κορωνιά (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -γ- και απλοποίηση τών -ο- και -ω-) > κουρουνιάπροκοπή, ευτυχία») με κώφωση (κο-> κου-) και αφομοίωση (-ρου-) > κουρνιάσπίτι, φωλιά»), με σίγηση του -ου- > κούρνια, με αναβιβασμό του τόνου αναλογικά προς το συνώνυμο ουσ. κοίτη.