κούφιος

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που δεν έχει περιεχόμενο, άδειος
2. (για καρπούς, δόντια, ξύλα κ.λπ.) εσωτερικά φθαρμένος (α. «κούφιο καρύδι» β. «κούφιο δόντι»)
3. (για ήχο) υπόκωφος
4. μτφ. αυτός που δεν έχει ουσία, επιφανειακός (α. «κούφια λόγια» β. «κούφιο άτομο»)
5. φρ. α) «κούφια η ώρα» — για εξορκισμό προς αποφυγή δυσάρεστης κατάστασης
β. «του βγήκαν κούφια» — για κάποιον που απέτυχε στις προσδοκίες του
γ) «στα κούφια» — χωρίς αποτέλεσμα ή χωρίς θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦφος «άδειος εσωτερικά, κενός» + κατάλ. -ιος, κατά τα αρχ. επίθ. σε -ιος (πρβλ. άξιος, γνήσιος)].