Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρανιωτά

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

τα
ζωολ. άλλη ονομασία τών σπονδυλοζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. craniota < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + κατάλ. -ota)].