κρανιωτά

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source

Greek Monolingual

τα
ζωολ. άλλη ονομασία τών σπονδυλοζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. craniota < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + κατάλ. -ota)].