κρεμανταλάς

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source

Greek Monolingual

ο
άνθρωπος ψηλός και άχαρος, συνήθως περιορισμένης αντίληψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < κρεμανταρ-άς, με ανομοίωση του -ρ- σε -λ-, με πιθ. επίδραση του μπουνταλάς].