κρεοσιτώ

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

κρεοσιτῶ, -έω (Α)
έχω ως κύρια τροφή μου το κρέας, είμαι κρεοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -σιτῶ (< -σιτος < σῖτος), πρβλ. αρτοσιτώ, λιποσιτώ].