κρηπιδοποιός
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
English (LSJ)
ὁ, boot-maker, Ath.13.568e.
Greek (Liddell-Scott)
κρηπῑδοποιός: ὁ, ὑποδηματοποιός, Λατ. crepidarius, Ἀθήν. 568Ε.
Greek Monolingual
κρηπιδοποιός, ὁ (Α)
υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, -ῖδος (Ι) + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. γελωτοποιός, οψοποιός.
German (Pape)
[ῑ], Schuhe machend; ὁ κρ., der Schuhmacher; Ath. XIII.568e.