κρουνίσκος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ὁ, = κρουνίον, cock, tap of the clepsydra, Sch. Luc. Pisc. 28.
German (Pape)
[Seite 1514] ὁ, dim. von κρουνός, Hähnchen an einem Gefäß, Schol. Luc. pisc. 10. 28.
Greek (Liddell-Scott)
κρουνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κρουνός, ὁ σωληνίσκος τῆς κλεψύδρας, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἁλ. 10 καὶ 28, πρβλ. Ἥρων π. Πν. 176, 178, κτλ.· ― ὡσαύτως κρουνίον, τό, Ἀρκάδ. 120.
Greek Monolingual
κρουνίσκος, ὁ (Α)
1. κρουνίον
2. ο μικρός σωλήνας της κλεψύδρας («ἐν ἀρχῇ τῆς ἀφέσεως τοῦ κρουνίσκου ἐκέλευον τὸν ῥήτορα λέγειν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + υποκορ. κατάλ. -ίσκος].