κυδόσκοπος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
German (Pape)
[Seite 1525] ὥρη, die Ruhm verheißende, Man. 4, 35.
Greek Monolingual
κυδόσκοπος, -ον (Α)
αυτός που προαναγγέλλει δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. κατά-σκοπος].