κυματογόνος
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
Greek Monolingual
-ο
αυτός που δημιουργεί, που παράγει κύματα ή κυμάνσεις («κυματογόνος περιοχή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καπνογόνος, τερατογόνος.