κότιλον
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
Full diacritics: κότιλον | Medium diacritics: κότιλον | Low diacritics: κότιλον | Capitals: ΚΟΤΙΛΟΝ |
Transliteration A: kótilon | Transliteration B: kotilon | Transliteration C: kotilon | Beta Code: ko/tilon |
ἀνδρὸς αἰδοῖον, Hsch. s.v. κόθημα.
κότιλον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) το πέος, το αιδοίο του άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κοτίλιον].