κύρτωση

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

η (Α κύρτωσις)
1. κυρτότητα, κύρτωμα, καμπύλωμα
2. καμπούριασμα («κυρτώσεων ἢ κυλλώσεων τοῦ σώματος», Πτολ.)
αρχ.
1. (για αιμοφόρα αγγεία) διόγκωση, φούσκωμα
2. φυσαλλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτῶ. Η λ. ως ιατρικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cyrtosis < νεολατ. cyrtosis < κυρτός + κατάλ. -ωσις].