κῆνος
From LSJ
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
English (LSJ)
Aeol.and Dor. for κεῖνος, ἐκεῖνος, Sapph.2.1, Epigr.Gr.991.13 (Balbilla), SIG1025.25 (Cos, iv/iii B.C.); κήνοθεν, thence, Alc. 86. κηνούει· ἐκεῖ, and κηνῶ· ἐκεῖθεν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1431] äol. = κεῖνος, Sapph. 2, 1.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κῆνος Αeol. en Dor. voor κεῖνος, ἐκεῖνος.
Russian (Dvoretsky)
κῆνος: Sappho = κεῖνος (т. е. ἐκεῖνος).
Greek (Liddell-Scott)
κῆνος: Αἰολ. ἀντὶ κεῖνος, ἐκεῖνος Σαπφὼ 2. 1, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4730. 13· πρβλ. Δωρ. τῆνος, Θεόκρ. 1. 1.
Greek Monolingual
κῆνος (Α)
(αιολ.) και δωρ. τ. του κεῖνος, ἐκεῖνος) βλ. εκείνος.