κῆνος
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
English (LSJ)
Aeol.and Dor. for κεῖνος, ἐκεῖνος, Sapph.2.1, Epigr.Gr.991.13 (Balbilla), SIG1025.25 (Cos, iv/iii B.C.); κήνοθεν, thence, Alc. 86. κηνούει· ἐκεῖ, and κηνῶ· ἐκεῖθεν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1431] äol. = κεῖνος, Sapph. 2, 1.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κῆνος Αeol. en Dor. voor κεῖνος, ἐκεῖνος.
Russian (Dvoretsky)
κῆνος: Sappho = κεῖνος (т. е. ἐκεῖνος).
Greek (Liddell-Scott)
κῆνος: Αἰολ. ἀντὶ κεῖνος, ἐκεῖνος Σαπφὼ 2. 1, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4730. 13· πρβλ. Δωρ. τῆνος, Θεόκρ. 1. 1.
Greek Monolingual
κῆνος (Α)
(αιολ.) και δωρ. τ. του κεῖνος, ἐκεῖνος) βλ. εκείνος.