Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λέπι

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393

Greek Monolingual

το (AM λέπιον, Μ και λέπιο) μικρό πετάλιο επιδερμίδας αποτελούμενο από συνεχόμενα κύτταρα κεράτινης στιβάδας το οποίο αποπίπτει σε διάφορες καταστάσεις, περισσότερο ή λιγότερο παθολογικές, όπως είναι οι υπερκερατώσεις ή η πιτυρίδα
νεοελλ.
1. μετάλλινο πετάλιο σε ένα αντικείμενο, φολίδα
2. βοτ. α) φύλλο, κατά κανόνα πολύ απλό ως προς τη μορφή και την κατασκευή του, το οποίο είναι στενά εφαρμοσμένο στο όργανο που το φέρει
β) φυτικό όργανο μικρού μεγέθους, πεπλατυσμένο συνήθως, που προέρχεται από ατροφικό φύλλο, αλλ. φυλλίδιο
νεοελλ.-μσν.
μικρή σκληρή κερατοειδής πλάκα που αποτελεί τμήμα του καλυπτήριου συστήματος πολλών ζώων, όπως τών ιχθύων, τών ερπετών, ορισμένων πτηνών και θηλαστικών κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λέπι < λέπιον < λέπος.