λήσταρχος
From LSJ
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
Greek Monolingual
ο, θηλ. λησταρχίνα (AM λήσταρχος, Μ θηλ. λησταρχίνα)
αρχηγός συμμορίας ληστών, αρχιληστής (α. «Εκεί δρούσε ο διαβόητος λήσταρχος Γιαγκούλας» β. «ὁ λῄσταρχος ὁ Λυσιτανός δίκαιος ἦν ἐν ταῖς διανομαῖς τῶν λαφύρων», Διόδ.)
νεοελλ.
μτφ. αισχροκερδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + -αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δήμαρχος, ίππαρχος].