λίχνισμα

From LSJ

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source

Greek Monolingual

το λιχνίζω
το ξεχώρισμα του καρπού τών σιτηρών από το άχυρο με το λιχνιστήρι.

Translations

winnowing

Greek: λίχνισμα; Ancient Greek: ἐκτιναγμός, ἐκτίναξις, λικμητός, πτισμός, ῥαβδισμός, σεννίον; Finnish: viskaaminen; Macedonian: веење; Persian: بوجاری‎; Polish: wianie; Russian: веяние; Sicilian: cèrniri; Swedish: tröska