λαβεῖν

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

German (Pape)

[Seite 1] aor. zu λαμβάνω, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de λαμβάνω.

Greek Monolingual

(AM λαβεῖν)
βλ. λαμβάνω.

Greek Monotonic

λᾰβεῖν: απαρ. αορ. βʹ του λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

λαβεῖν: inf. aor. 2 к λαμβάνω.