λαγῴδιον
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
τό, Dim. of λαγώς, leveret, Ar.Ach.520, PFlor.177.13 (iii A. D.).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit lièvre, levreau.
Étymologie: λαγώς.
Russian (Dvoretsky)
λᾰγῴδιον: τό зайчик, зайчонок Arph.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγῴδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λαγώς, λαγιδεύς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 520.
Greek Monotonic
λᾰγῴδιον: τό, υποκορ. του λαγώς, λαγουδάκι, σε Αριστοφ.