λαδιά

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220

Greek Monolingual

η λάδι
1. κηλίδα από λάδι ή από άλλη λιπαρή ουσία, λεκές
2. η σοδειά λαδιού («φέτος είχαμε καλή λαδιά»)
3. μτφ. μικροαπάτη, κατεργαριά.