Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαδιά

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

η λάδι
1. κηλίδα από λάδι ή από άλλη λιπαρή ουσία, λεκές
2. η σοδειά λαδιού («φέτος είχαμε καλή λαδιά»)
3. μτφ. μικροαπάτη, κατεργαριά.