οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
Full diacritics: λασιτός | Medium diacritics: λασιτός | Low diacritics: λασιτός | Capitals: ΛΑΣΙΤΟΣ |
Transliteration A: lasitós | Transliteration B: lasitos | Transliteration C: lasitos | Beta Code: lasito/s |
κίναιδος, ἢ λεσιτός· πόρνη, Hsch. (cf. λαίσιτος).
λασιτός: «κίναιδος· πόρνη» Ἡσύχ.
λασιτός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κίναιδος, ἢ λεσιτός
πόρνη».