λειώσιμο
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
Greek Monolingual
το λειώνω
τήξη, διάλυση, ρευστοποίηση, υγροποίηση
2. πολτοποίηση, χυλοποίηση, χύλωμα
3. φθορά, τριβή, διάβρωση, φάγωμα.