λευκέρυθρος

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκέρυθρος Medium diacritics: λευκέρυθρος Low diacritics: λευκέρυθρος Capitals: ΛΕΥΚΕΡΥΘΡΟΣ
Transliteration A: leukérythros Transliteration B: leukerythros Transliteration C: lefkerythros Beta Code: leuke/ruqros

English (LSJ)

λευκέρυθρον, whitish red, χροιαί Arist.Phgn.806b4; of persons, Ptol.Tetr.143.

German (Pape)

[Seite 33] weißroth, Arist. physiogn. 2 u. Sp., die auch λευκερυθρόχρους, von weißrother Farbe, u. λευκερυθροφωσφόρος bilden.

Russian (Dvoretsky)

λευκέρῠθρος: (ῠ) красный с белым или светло-красный, румяный (χροιά Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκέρυθρος: -ον, «ἀσπροκόκκινος», χροιὰ Ἀριστ. Φυσιογνωσ. 2. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λευκέρυθρος, -ον Α και λευκοέρυθρος, -ον) λευκός και ερυθρός, ερυθρόλευκος, ασπροκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἐρυθρός.