λευκοκέρατες

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοκέρᾱτες Medium diacritics: λευκοκέρατες Low diacritics: λευκοκέρατες Capitals: ΛΕΥΚΟΚΕΡΑΤΕΣ
Transliteration A: leukokérates Transliteration B: leukokerates Transliteration C: lefkokerates Beta Code: leukoke/rates

English (LSJ)

v. λευκόκρας.

German (Pape)

[Seite 34] οἱ βόες, mit weißen Hörnern, Hesych., wenn es nicht λευκόκρατες, mit weißen Köpfen, heißen soll.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοκέρᾱτες: οἱ, ἔχοντες λευκὰ κέρατα, μόνον παρ’ Ἡσυχ., ἔνθατάξις ἀπαιτεῖ, λευκόκρατες, ὅπερ διώρθωσεν ὁ Salm.