λεύκωση

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

η (AM λεύκωσις) λευκώ
νεοελλ.
1. η λεύκανση της κόμης, το άσπρισμα τών μαλλιών
2. ιατρ. περιληπτική ονομασία τών λευχαιμικών καταστάσεων
μσν.
το λεύκωμα στο μάτι
αρχ.
άσπρισμα.