ληϊστός
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
ληϊστή, ληϊστόν, to be carried off as booty, to be won by force, Il.9.406: also in form λεϊστός, ib.408, Inscr.Prien.268c5.
German (Pape)
[Seite 39] (ληΐζομαι), erbeutet, als Beute weggeführt, Il. 9, 406, auch λεϊστή, 408.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
emmené comme butin, pillé.
Étymologie: adj. verb. de ληΐζομαι.
Greek Monolingual
ληϊστός, -ή, -όν (Α) βλ. λεϊστός.
Greek Monotonic
ληϊστός: -ή, -όν, αυτός που λαμβάνεται ως λεία, που κερδίζεται δια της βίας, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης (με βραχύ φωνήεν), λεϊστός, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ληϊστός: ион. λειστός 3 который можно захватить в виде добычи (βόες καὶ μῆλα Hom.).