λιθογραφία

From LSJ

ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)

Source

Greek Monolingual

η
1. η τέχνη της εκτύπωσης εικόνων ή κειμένων που έχουν προηγουμένως σχεδιαστεί με λιπαρή ουσία στην επιφάνεια ασβεστολιθικής πλάκας
2. το λιθογράφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lithographie < lith(o)- (βλ. λιθο-) + -graphie (< -γραφία < -γράφος < -γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1817, στον Φιλολογικό Τηλέγραφο, φιλολογικό παράρτημα της εφημερίδας Ελληνικός Τηλέγραφος]].