λιπαρότροφος

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπᾰρότροφος Medium diacritics: λιπαρότροφος Low diacritics: λιπαρότροφος Capitals: ΛΙΠΑΡΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: liparótrophos Transliteration B: liparotrophos Transliteration C: liparotrofos Beta Code: liparo/trofos

English (LSJ)

λιπαρότροφον, richly fed, μῆλα Pi.Oxy.1792 Fr.1.6.

English (Slater)

λιπαρότροφος richly fed λιπαροτρόφων θυσί[ μή]λων (Pae. 12.6)

Greek Monolingual

λιπαρότροφος, -ον (Α)
αυτός που τον έχουν ταΐσει πάρα πολύ, εύσαρκος, παχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπός» + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. ολιγότροφος].