λιπαρότροφος
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
λιπαρότροφον, richly fed, μῆλα Pi.Oxy.1792 Fr.1.6.
English (Slater)
λιπαρότροφος richly fed λιπαροτρόφων θυσί[ μή]λων (Pae. 12.6)
Greek Monolingual
λιπαρότροφος, -ον (Α)
αυτός που τον έχουν ταΐσει πάρα πολύ, εύσαρκος, παχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπός» + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. ολιγότροφος].