λιρόφθαλμος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑρόφθαλμος Medium diacritics: λιρόφθαλμος Low diacritics: λιρόφθαλμος Capitals: ΛΙΡΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: liróphthalmos Transliteration B: lirophthalmos Transliteration C: lirofthalmos Beta Code: liro/fqalmos

English (LSJ)

λιρόφθαλμον, lewd-eyed, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λῑρόφθαλμος: -ον, ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀκολάστους, Μελέτ. ἐν τοῖς Ἀνεκδ. Ὀξων. 3.70.

Greek Monolingual

λιρόφθαλμος, -ον (AM)
αυτός που έχει αναίδεια στο βλέμμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιρός «θρασύς» + ὀφθαλμός.

German (Pape)

[ῑ], mit frechen, lüsternen Augen, Suid.