λοίσθος

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

(I)
λοῑσθος, -ον (Α)
έσχατος, ύστατος, λοίσθιοςθάνατος λοῑσθος ἰατρὸς κακῶν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη < λοιhισ-θFoς, σύνθ. λέξη της οποίας το α' συνθετικό συνδέεται ετυμολ. με το συγκριτικού βαθμού γερμ. lais-iz «λιγότερος» και με το αγγλ. less «λιγότερος», ενώ το β' συνθετικό με τα θέω «τρέχω», θοός «γρήγορος». Η αρχική σημ. θα ήταν επομένως «εκείνος που τρέχει λιγότερο γρήγορα».
ΠΑΡ. αρχ. λοισθήιος, λοίσθημα, λοίσθων, λοισθώνη].
(II)
λοῑσθος, ὁ (Α)
1. δοκός, δοκάρι
2. κεραία ή ιστός («οὐκ εἶ ὅ μέν τις λοῖσθον ἀρεῖται δόρυ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για το λοίσθος (I) με εξειδικευμένη σημ. «αυτό που χρησιμοποιείται τελευταίο» (για να ανυψώσει κανείς σώματα)].