λοίσθιος
οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward
English (LSJ)
α, ον S.Ant. 895, etc. ; also ος, ον A. Ch. 500 ; — = λοῖσθος (beam, boom, gaff, spar, left behind, last, last of all, the last), Pi. P. 4.266, A. Ag. 120 (lyr.), S.Ant. 1220, etc. ; τὰ λ. τοῦ βίου Id. OC 583 ; neut. λοίσθιον as adverb, last, Id. Aj. 468, Ant. 1304 ; λ. ἄλλων ARh. 2.559 ; τὸ λ. E. HF 23 ; τὰ λ. Theoc. 5.13.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
dernier, extrême ; adv. • λοίσθιον, à la fin, enfin.
Étymologie: λοῖσθος.
German (Pape)
ον, = λοῖσθος; πῦρ Pind. P. 4.266; häufiger bei den Tragg., βλαβέντα λοισθίων δρόμων Aesch. Ag. 119, καὶ τῆσδ' ἄκουσον λοισθίου βοῆς Ch. 493; ἐν λοισθίῳ τυμβεύματι Soph. Ant. 1205, φάος λοίσθιον βλέπων Eur. Hipp. 57, öfter; sp.D., wie Theocr. 23.16; Lycophr. 1463; λοίσθιον ἄλλων Ap.Rh. 2.559; λοίσθια ὑπὸ τέρματα γαίης Man. 4.578.
• Adv. λοίσθιον, θάνω Soph. Aj. 463, vgl. Ant. 1289; τὰ λοίσθια, Theocr. 5.12.
Russian (Dvoretsky)
λοίσθιος: и 3
1 последний (βοή, δρόμος Aesch.);
2 крайний, находящийся в глубине: ἐν λοισθίῳ τυμβεύματι Soph. в глубине гробницы;
3 крайний, самый ужасный (κακόν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λοίσθιος: -α, -ον, Σοφ. Ἀντ. 895, κτλ.· ὡσαύτως ος, ον, Αἰσχύλ. Χο 500, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 107· = τῷ λοῖσθος, Πινδ. Π. 4. 474, καὶ Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Ἀγ. 120, Ἀντ. 1220, κτλ.· τὰ λ. βίου ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 583· λ. ἄλλων Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 559· - οὐδ. λοίσθιον, ὡς Ἐπίρρ., ἔσχατον, τελευταῖον, Σοφ. Αἴ. 468, Ἀντ. 1304· τὸ λοίσθιον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 23· τὰ λοίσθια Θεόκρ. 5. 13.
English (Slater)
λοίσθιος n. s. pro adv., last of all, finally εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον (sc. δρῦς) (P. 4.266)
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λοίσθιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος)
έσχατος, τελευταίος, ύστατος («τὰ λοίσθι' αἰτεῖ τοῦ βίου», Σοφ.)
νεοελλ.
φρ. «πνέει τα λοίσθια» — βρίσκεται στα τελευταία του, εκπνέει, ψυχορραγεί
αρχ.
(το ουδ. έναρθρο ή άναρθρο ως επίρρ.) (τὸ) λοίσθιον
στο τέλος, εν τέλει («εἶτα λοίσθιον θάνω;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του λοίσθος (I)].
Greek Monotonic
λοίσθιος: -ον, επίσης λοίσθια, -ον, = λοῖσθος, σε Πίνδ., Τραγ.· ουδ., λοίσθιον, ως επίρρ., εσχάτως, τελευταία, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
λοίσθιος, ον
= λοῖσθος, Pind., Trag.:—neut. λοίσθιον, as adv. last, Soph., Eur.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἔσχατος, τελευταῖος). Ἀπό τό λείπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.