λογιότητα
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
η (AM λογιότης) λόγιος
1. η ιδιότητα του λόγιου ανθρώπου
2. είδος φιλοφρονητικής, τιμητικής προσφώνησης καλλιεργημένων πνευματικά ανθρώπων
μσν.-αρχ.
1. ευφράδεια, ευγλωττία
2. λογικότητα
αρχ.
1. η αγάπη για τους λόγους ή τους παλαιούς μύθους
2. νοημοσύνη.