λοετροχόος
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
English (LSJ)
v. λουτροχόος.
French (Bailly abrégé)
épq. c. λουτροχόος.
Greek Monolingual
λοετροχόος, -ον (Α)
(επικ.τ.) βλ. λουτροχόος.
German (Pape)
ep. = λουτροχόος.