Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
λυσσάγρα, ἡ (Μ)
παράφορο πάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. –άγρα (πρβλ. λωλάγρα)].