λόρδων

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόρδων Medium diacritics: λόρδων Low diacritics: λόρδων Capitals: ΛΟΡΔΩΝ
Transliteration A: lórdōn Transliteration B: lordōn Transliteration C: lordon Beta Code: lo/rdwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, the demon of impure λόρδωσις (cf. λορδόω sub fin.), cf. Κύβδασος (from κύβδα), Pl. Com.174.17.

Greek (Liddell-Scott)

λόρδων: -ωνος, ὁ, ὁ δαίμων τῆς αἰσχρᾶς λορδώσεως, πρβλ. Κύβδασος (ἐκ τοῦ κύβδα), Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 17.

Greek Monolingual

λόρδων, -ωνος, ὁ (Α) λορδός
ως κύριο όν. (με αισχρή σημ.) ὁ Λόρδων
ο θεός της σκόπιμης λόρδωσης, της ώθησης τή λεκάνης προς τα εμπρός για συνουσία.