λῄτειρα

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῄτειρα Medium diacritics: λῄτειρα Low diacritics: λήτειρα Capitals: ΛΗΤΕΙΡΑ
Transliteration A: lḗiteira Transliteration B: lēteira Transliteration C: liteira Beta Code: lh/|teira

English (LSJ)

ἡ, public priestess, Call.Fr.123, Hsch.; cf. λείτειραι.

Greek (Liddell-Scott)

λῄτειρα: ἡ, δημοσία ἱέρεια, Καλλ. Ἀπόσπ. 123, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λῄτειρα, ἡ (Α)
δημόσια ιέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκός τ. του λητῆρες (πρβλ. γενέτειρα, καθηγήτειρα) με υπογεγραμμένη πιθ. λόγω επίδρασης από τους τ. λήϊτος, ληΐτη «ιέρεια» (πρβλ. λήτωρ)].

German (Pape)

ἡ, fem. zu λῃτήρ, öffentliche Priesterin, Callim. bei Schol. Soph. O.C. 489.