μάλλυκες

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάλλυκες Medium diacritics: μάλλυκες Low diacritics: μάλλυκες Capitals: ΜΑΛΛΥΚΕΣ
Transliteration A: mállykes Transliteration B: mallykes Transliteration C: mallykes Beta Code: ma/llukes

English (LSJ)

τρίχες, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μάλλυκες: «τρίχες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μάλλυκες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τρίχες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλός + επίθημα -υκες, πιθ. κατά τα ἄμπ-υκες, κάλ-υκες].