μάργηλις
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
μαργήλεως or μαργήλιδος, ἡ, pearl, Philostr.Im.1.6.
Greek (Liddell-Scott)
μάργηλις: μαργήλεως, ἢ μαργηλίς, μαργηλίδος, ἡ, μαργαρίτης, Φιλόστρ. 700· - πρβλ. μαργέλλια.
Greek Monolingual
μάργηλις, μαργήλεως και μαργηλίς, μαργηλίδος, ἡ (Α) μαργαρίτης, μαργαριτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το μαργέλλιον].
German (Pape)
μαργήλιδος, ἡ, die Perle, Sp.