μακροκατάληκτος

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροκατάληκτος Medium diacritics: μακροκατάληκτος Low diacritics: μακροκατάληκτος Capitals: ΜΑΚΡΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: makrokatálēktos Transliteration B: makrokatalēktos Transliteration C: makrokataliktos Beta Code: makrokata/lhktos

English (LSJ)

v. sub μακροκαταληκτέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM μακροκατάληκτος, -ον)
(για λέξη) αυτός που καταλήγει σε μακρά συλλαβή, αυτός που έχει τη λήγουσα μακρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + καταληκτός (< καταλήγω), πρβλ. ομοιοκατάληκτος].

German (Pape)

mit einer langen Silbe endigend, Gramm.