μακροπόρευτος

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροπόρευτος Medium diacritics: μακροπόρευτος Low diacritics: μακροπόρευτος Capitals: ΜΑΚΡΟΠΟΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: makropóreutos Transliteration B: makroporeutos Transliteration C: makroporeftos Beta Code: makropo/reutos

English (LSJ)

μακροπόρευτον, far-journeying, μ. βίος PLit.Lond.98 ii 12 (Dioscorus).

Greek Monolingual

μακροπόρευτος, -ον (Α)
πάπ. αυτός που πορεύεται μακριά ή εκτείνεται σε μεγάλη χρονική απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πορευτός (< πορεύομαι)].

German (Pape)

der weit gereist ist, Schol. Il. 5.280.