μαλακόφρων
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, gentle-hearted, Orph.H.59.15,69.13.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὸν φρόνημα, εὐμενής, μαλακόκαρδος, Ὀρφ. Ὕμν. 59. 15, κτλ.
Greek Monolingual
μαλακόφρων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
μειλίχιος, αβρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + φρήν, φρενός (πρβλ. δολιόφρων, σκληρόφρων)].
German (Pape)
ον, weich-, sanftmütig, Orph. Hymn. 58.15.