μαρμαρένιος

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source

Greek Monolingual

-ια, -ιο (Μ μαρμαρένιος -ια, -ιο και μαρμαρένος, -α, -ο) μάρμαρο
αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, ο μαρμάρινος (α. «πάλεψαν σε μαρμαρένια αλώνια» β. «βρίσκω μια κόρη πόπλενε σε μαρμαρένια γούρνα», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
μτφ.
1. άσπρος, κατάλευκος
2. σκληρός, ασυγκίνητος.