μαυλιστής

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαυλιστής Medium diacritics: μαυλιστής Low diacritics: μαυλιστής Capitals: ΜΑΥΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: maulistḗs Transliteration B: maulistēs Transliteration C: mavlistis Beta Code: maulisth/s

English (LSJ)

μαυλιστοῦ, ὁ, = μαστροπός, Cat.Cod.Astr.8(4).212, Phot. and Suid. s.h.v.: fem. μαυλίστρια, EM695.31, Sch.Ar.Nu.976, Suid. s.v. πυγοστόλος:

Greek Monolingual

ο, θηλ. μαυλίστρια και μαυλίστρα (ΑM μαυλιστής)
αυτός που εξωθεί γυναίκες στην πορνεία, μαστροπός, προαγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + επίθημα -της (πρβλ. γυμναστης), Το θηλ. μαυλίστρα < μαυλίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. κυλίστρα, παλαίστρα)].

German (Pape)

ὁ, der Kuppler, Phot. v. μαστροπός.