μαχαλάς

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466

Greek Monolingual

ο (Μ μαχαλάς)
1. συνοικία, γειτονιά
2. φρ. «στον παρακάτω μαχαλά» — λέγεται για δήλωση άρνησης σε ένα αίτημα αλλά και σε παιδικό παιχνίδι
3. παροιμ. «κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη» — κάθε τόπος έχει τα δικά του ήθη και έθιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mahalle].