μείλιξις
From LSJ
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
English (LSJ)
-εως, ἡ, propitiation, Anon. ap. Suid. s.v. μειλίγμασιν.
Greek (Liddell-Scott)
μείλιξις: ἡ, (μειλίσσω) ἐξιλέωσις, καταπράϋνσις, Σουΐδ. ἐν λ. μειλίγμασιν.
Greek Monolingual
μείλιξις, -εως, ἡ (Α) μειλίσσω
εξιλέωση, καταπράυνση.
German (Pape)
ἡ, das Besänftigen, Versöhnen, Vetera Lexica.