μείωσις
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
English (LSJ)
μειώσεως, ἡ, (μειόω) diminution,opp. αὔξησις, αἱ τῶν ὀστέων μειώσεις Hp.Mochl.24, cf. Arist.Cat.15a14, GC 320b31, Thphr. CP 4.4.11, Phld.Oec.p.68 J.(pl.), Alex.Aphr.in Top. 111.4: voc. μείωσι Orph.H.13.7; of the moon, waning, Cleom.2.5, Placit.3.17.3, Arr.Epict.1.14.4, Gal.9.905; loss of property, etc., Vett. Val.44.14 (pl.), al.
German (Pape)
[Seite 117] ἡ, das Verringern, Verkleinern, Pol. 9, 43, 5; S. Emp. adv. math. 9, 400.
French (Bailly abrégé)
μειώσεως (ἡ) :
amoindrissement, diminution.
Étymologie: μειόω.
Russian (Dvoretsky)
μείωσις: μειώσεως ἡ уменьшение, убыль (κινήσεως Arst.; τῶν ποταμῶν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
μείωσις: ἡ, (μειόω) ἐλάττωσις, ὀλιγόστευσις, σμίκρυνσις ἀντίθετ. τῷ αὔξησις, Ἱππ. Μοχλικ. 855, Ἀριστ. Κατηγορ. 14, 1, περὶ Γενέσ. καὶ Φθορ. 1. 5, 11.