μεγαλάνωρ
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
Doric for μεγαλήνωρ.
French (Bailly abrégé)
dor. c. μεγαλήνωρ.
English (Slater)
μεγᾰλᾱνωρ proud σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν (P. 1.52) μεγαλάνορος Ἡσυχίας fr. 109. 2.
Greek Monolingual
μεγαλάνωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μεγαλήνωρ.
German (Pape)
dor. = μεγαλήνωρ.