μεγαλαύχην
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ, with large neck, Olymp.Hist.p.459 D., Apollon.Lex. s.v. ἐριαύχενας, Hsch. s.v. ἐρισφάραγος.
German (Pape)
[Seite 105] ενος, mit großem Nacken, Phot. bibl. 59, b, 6; auch = μεγαλαυχής (?).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλαύχην: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέγαν αὐχένα, Ὀλυμπιόδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 59. 6.
Greek Monolingual
μεγαλαύχην, -ενος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει μεγάλο αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + αὐχήν (πρβλ. δολιχαύχην, μακραύχην)].